ἀκέρδεια

ἀκέρδεια
ἀκέρδ-εια, ,
A want of gain, loss, Pi.O.1.53:—also

-ία Procop.Arc. 13

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἀκερδείᾳ — ἀκερδείᾱͅ , ἀκέρδεια want of gain fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακέρδεια — ἀκέρδεια, η (Α) [ἀκερδής] η έλλειψη κέρδους, η ζημιά …   Dictionary of Greek

  • ἀκέρδεια — want of gain fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκερδείας — ἀκερδείᾱς , ἀκέρδεια want of gain fem acc pl ἀκερδείᾱς , ἀκέρδεια want of gain fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκέρδειαν — ἀκέρδεια want of gain fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακερδής — ές (Α ἀκερδής) αυτός που δεν φέρνει κέρδος «ακερδής επιχείρηση», «ἀξύμφορον καὶ ἀνωφελὲς καὶ ἁλυσιτελὲς καὶ ἀκερδὲς» (Πλάτ. Κρατύλος 417d) αρχ. 1. ο αφιλοκερδής (Πλούτ. Αριστ. 1) 2. ἀκερδῶς επίρρ. χωρίς κέρδος, δωρεάν. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. +… …   Dictionary of Greek

  • ακερδία — ἀκερδία, η (Μ) [ἄκερδος] η ακέρδεια …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”